- γνεύ-
- см. γνέφ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκαπόλιθος — ο, Ν (ορυκτ.) μέλος τής ομάδας αστριοειδών ορυκτών τα οποία απαντούν σε ασβεστούχα μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε μάρμαρα, γνευ σίους, γρανουλίτες κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. scapolite < λατ. scapus «στέλεχος» + λίθος] … Dictionary of Greek